- απολέμητος
- -η, -ο (AM ἀπολέμητος, -ον) [πολεμώ]όποιος δεν έχει υποστεί τα δεινά του πολέμουνεοελλ.1. εκείνος που δεν δέχθηκε εχθρική επίθεση2. αυτός που δεν πολέμησεμσν.ο ακαταμάχητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπολέμητος — not warred on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολέμητος — η, ο αυτός που δεν πολεμήθηκε ή δεν μπορεί να πολεμηθεί, ακαταμάχητος: Το απολέμητο κακό για την Αθήνα, στα πρώτα χρόνια του πολέμου με τη Σπάρτη, ήταν ο λοιμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολέμητον — ἀπολέμητος not warred on masc/fem acc sg ἀπολέμητος not warred on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεμήτου — ἀπολέμητος not warred on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεμήτους — ἀπολέμητος not warred on masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέμητα — ἀπολέμητος not warred on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέμητοι — ἀπολέμητος not warred on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՊԱՏԵՐԱԶՄԵԼԻ — (լւոյ, լեաց) NBH 1 0226 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c ա. ἁπόλεμητος inexpugnabilis Անմարտնչելի. անառիկ. անպարտելի. ... *Պարիսպ անպատերազմելի. ՃՃ.: *Անպատերազմելի էր ամրոցն. Արծր. ՟Գ. 17: *Զամենայն պահպանել անմարտնչելիս եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)